- εναγωνιώ
- ἐναγωνιῶ (-άω) (Α)βρίσκομαι σε αγωνία, ανησυχώ, αδημονώ για κάτι («ἐναγωνιῶν τῷ θεάματι», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναγωνίῳ — ἐναγώνιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)